Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Ένα παιδί μετράει τα άστρα του Μενέλαου Λουντέμη





"Λίγα λόγια για το βιβλίο. Ο Μέλιος πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένα μικρό παιδί που «πιάνει φιλία με τα βιβλία» για να μάθει όσα του κρύβουν οι μεγάλοι. Με ακούραστο πείσμα και πάθος για γνώση και μόρφωση, τραβάει ολομόναχος για τη μεγάλη πολιτεία, το μεγάλο σχολείο. Στα δύσκολα βήματα του, στο μεγάλο ταξίδι της γνώσης, συναντά καλούς φίλους αλλά και σκληρούς ανθρώπους. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο δάσκαλος του χωριού μαθαίνει γράμματα στο Μέλιο για να μπορέσει να δώσει εξετάσεις στο γυμνάσιο που βρίσκεται στη μεγάλη πολιτεία. Το αφεντικό όμως του Μέλιου δε τον αφήνει να πηγαίνει να μαθαίνει γράμματα".


Ώσπου να κλείσει εκείνη η χρονιά , είχε καταπιεί και άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για εκείνο το παραπαίδι, σ’ όλα τα σπίτια. Το’ μάθε και ο δάσκαλος και μια μέρα του παρήγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό κουστούμι και πάει.

Α, έλα δω….του κάνε ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;

Δε φταίω εγώ …έκανε το παιδί.

Και ποιος σου είπε ότι φταις ; Καλά καμωμένα ειν’ αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολείου; Ε; Δεν τα αγαπάς;
Γράμματα του σκολείου ! Αν τα αγαπούσε ! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα ! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μάθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα το γρασίδι και αυτός το βιβλίο. Αν τα’ αγαπούσε λέει ! Τι λόγια είναι αυτά που λες κυρ δάσκαλε! Μα πόσο κομμάτι να γίνει ένα τόσο δα μικρό ανθρωπάκι; Βλέπεις τα σκολεία σε αυτόν τον κόσμο είναι όλα σκολεία της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;

Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο , όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι έτσι δεν θα τον διώξουν. Και τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Και τι; …Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει και αυτός το σακάκι του και το κουνάει.

Τι είναι αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.

Χρήματα.

Πού τα’ βρες;

Τα κέρδισα

Και γιατί τα κουνάς;


Είναι για τα γράμματα. Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ δάσκαλε;


Αν μπορεί; …

Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.

- Λοιπόν …πήγε να του πει. Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι βραχνή.

- Ασ’ τα …Ασ’ τα εκεί, είπε και πήγαινε…Αύριο που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα…του λέει.

-Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά και μολύβια;

- Όχι, όχι, καλό παιδί… πώς είναι το όνομα σου;

-Μέλιος.

- Όχι, Μέλιο.

Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.

Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι και έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ’ το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί κανάς καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει.

Από το άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σαν συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγαριζότανε, έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά, κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι του δασκάλου. Τα’ χανε σ υμφωνήσει οι δυο τους, να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά.


Μα μια νύκτα, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του αχερώνα, να βγει στο πατάρι να κοιμηθεί, είδε το λυχνάρι του αναμμένο. Ποιος ήταν; Το παιδί βάδιζε στα νύχια. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά…


Έλα εδώ, ακούει μια χοντρή φωνή.

Πριονιά πέρασε απ’ τα γόνατα του Μέλιου. Με τα πόδια σταυρωτά και την τσιμπούκα χωμένη στα μουστάκια, τον καρτερούσε το αφεντικό του.


Έλα εδώ …του ξανακάνει. . Για ζύγωσε. Κάτσε. Πού τριγυρίζεις εσύ νυχτιάτικα;

Το παιδί έτρεμε.

-Και αφήνει και την πόρτα του αχουριού ανοικτή. Γιατί το κάνεις;

-Για να μη… Για να μη κάνω σαματά και ξυπνάτε του λέει το παιδί.

- Και αν μας κλέψουνε τα ζα ; Ε; Μπορείς να μου απαντήσεις εδώ; Αν έρθουν προκομμένε μου, και μας κλέψουν, τα ζα, από ποιον θα τα γυρέψω; Ε;

- Δεν τα κλέβουνε…τόλμησε να πει το παιδί.

- Να τα…Και πως το ξέρεις εσύ; Συμπεθέρια με τους αλογοσούρτηδες έχεις; Α έτσι λοιπόν; Εκεί φαίνεται ότι ρεμπελεύεις. Σώπα εσύ και αύριο τα λέμε, που θα σε παραδώσω στην αστυνομία.

-Όχι λέει το παιδί και η φωνή του τρέμει. Όχι μ’ αυτούς…εγώ πάω σκολείο.

- Στο σκολείο; Να τα ! Λίγα λόγια: Από αύριο το κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, δε σε πήρα για γραμματικό! Εξηγηθήκαμε; Άντε πέσε τώρα να κοιμηθείς και αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι…

Το παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε στ’ άχερα και τα μούσκεψε ως το πρωί. Από την άλλη μέρα τα κοψε όλα, πέταξε τα βιβλία μες την κοπριά και δεν τα σήκωσε πια. ……..


Βιογραφικό σημείωμα για το Μενέλαο Λουντέμη.



Μενέλαος Λουντέμης (1906-1977) γεννήθηκε στο χωριό Αγία Παρασκευή της Μικρασιατικής πόλης Γιάλοβας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και προερχόταν από εύπορη οικογένεια που χρεοκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος.
 Πολύ μικρός γνώρισε το δράμα της προσφυγιάς. Ξεριζωμένος από τη μικρασιατική πατρίδα εγκαταστάθηκε με τους δικούς του στην Μακεδονία , όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Για να επιβιώσει έκανε διάφορες άλλες δουλειές λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, εργάτης στα έργα του Γαλλικού ποταμού. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στη συνέχεια εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του Βουρκωμένες μέρες. Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976 και ένα χρόνο αργότερα πέθανε.

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1930 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων στο περιοδικό Νέα Εστία. Το 1938 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Τα πλοία δεν άραξαν, για την οποία τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον “ερασιτεχνικό” τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρη συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου