Ο Δον Κιχώτης είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που συνεχίζει να διαβάζεται από εκατομμύρια ανθρώπους. Συγγραφέας του είναι ο Μιγκέλ Θερβάντες.
Λίγα λόγια για το έργο : Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανιψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε.
Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσα Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.
Εδώ ακολουθεί ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου .
Σε ένα χωριό της Μάντσας που δε θέλω να θυμηθώ το όνομά του, ζούσε κάμποσα χρόνια, ένας ιδαλγός από εκείνους που έχουν πολεμικό κοντάρι στην οπλοθήκη τους, μια παλιά ασπίδα, ένα κοντό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί.
Το όνομά του ήταν Κιχάδα ή Κιχάνο. Η ηλικία του ζύγωνε τα πενήντα. Ήταν άνθρωπος με γερή κράση, ξερακιανός, μ' αδύνατο πρόσωπο, πολύ πρωινός και αγαπούσε με πάθος το κυνήγι. Η ζωή κυλούσε ήσυχα στο σπίτι του Δον Κιχάνο. Τα χωράφια τού άφηναν καλή σοδειά, το φαγητό δεν έλειπε από το τσουκάλι, το τζάκι του άναβε όλες τις κρύες μέρες του χειμώνα. Φιλίες είχε ο καλός αυτός άνθρωπος με τους γραμματισμένους του χωριού: το Θωμά τον παπά και το Νικόλα τον μπαρμπέρη. Γιατί από την αρχή πρέπει να το πούμε ότι τα γράμματα τα αγαπούσε πολύ ο ήρωας της ιστορίας μας.
Η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να διαβάζει με πάθος ιπποτικές ιστορίες. Τόσο γούστο και ευχαρίστηση έβρισκε σε αυτή την ασχολία που στο τέλος ούτε για κυνήγι πια πήγαινε και ούτε για το κτήμα του φρόντιζε. Η περιέργεια του και το πάθος του είχανε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε είχε πουλήσει πολλά στρέμματα από τα χωράφια του για να αγοράσει ιπποτικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο μάζεψε στο σπίτι του όσα περισσότερα μπορούσε από αυτά. Διάβαζε ιστορίες που μιλούσανε για δράκους και γίγαντες και νάνους μοχθηρούς, για κακούργους και βασιλιάδες και λεοντόκαρδους πρίγκιπες, για όμορφες κυράδες και ευγενικές αρχόντισσες, για στοιχειωμένους πύργους και για μάγισσες. Τις κρύες ατελείωτες νύχτες του χειμώνα τις περνούσε χωμένος στην πολυθρόνα του, παρέα με τα βιβλία του. Και όταν ερχόταν η άνοιξη στρωνόταν έξω, κάτω από τον ίσκιο της πορτοκαλιάς του και συνέχιζε το διάβασμα.
Και όλα όσα διάβαζε σιγά-σιγά στριμώχνονταν μέσα στο μυαλό του και τον μάγευαν: καβγάδες, τσακωμοί, μονομαχίες, πληγές, έρωτες και κατορθώματα απίστευτα, όλα χόρευαν μέσα στο κεφάλι του- κι έφτασε ο καημένος να πιστέψει ότι τα ιπποτικά του βιβλία έγραφαν την αλήθεια. Και στο τέλος έχασε πια τέλεια το νου του, έτσι που τονέ κυρίεψαν οι πιο αλλόκοτες ιδέες που πέρασαν ποτέ από το μυαλό του ανθρώπου. Του φάνηκε πως ήταν σωστό και ωφέλιμο, τόσο για να λάμψει η δόξα του, όσο και για το καλό του τόπου του, να γίνει πλανόδιος ιππότης. Να γυρίζει τον κόσμο με το άλογο του, να γυρεύει περιπέτειες, να διορθώνει αδικίες, να σώζει όμορφες κυράδες από κίνδυνους μεγάλους. Φανταζότανε, ο δύστυχος ονειροπόλος να στεφανώνεται η παλικαριά του με το κράτος τουλάχιστον της Τραπεζούντας.
Δίχως να χάσει λεπτό, ανέβηκε στη σοφίτα και εκεί, μέσα στις σκόνες και στα παραπεταμένα πράγματα, βρήκε την πανοπλία του παππού του. Ήταν παλιά, σκουριασμένη, ραγισμένη. Μα ο δον Κιχάνο την κατέβασε στην κάμαρά του, την καθάρισε, την έτριψε, την έκανε σαν καινούρια. Και περικεφαλαία αφού δεν κατάφερε να ξετρυπώσει μέσα στις παλιατζούρες της σοφίτας του, στρώθηκε και σκάρωσε μια τενεκεδένια, όμορφη και γερή σαν τις αληθινές. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα : τα όπλα.
Το δεύτερο ήταν τα ονόματα : το όνομα του αλόγου του και το όνομα το δικό του. Γιατί όλοι οι ιππότες έχουνε και ένα άλογο ατρόμητο και περήφανο- με ένα ατρόμητο και περήφανο όνομα- και έχουν και ένα όνομα δικό τους που δείχνει ευθύς αμέσως την παλικαριά τους. Τρία μερόνυχτα έστιβε το κεφάλι του ο δον Κιχάνο να βρει όνομα για το αλογάκι του και το βρήκε. Το είπε Ροσινάντε, που είναι το ωραιότερο που δόθηκε ποτέ σε άλογο, μολονότι το δύστυχο το ζώο ήταν πετσί και κόκκαλο και ίσα-ίσα που το βαστούσαν όρθιο τα πόδια του. Το δικό του όνομα του πήρε περισσότερο, για την ακρίβεια οχτώ μέρες. Στο τέλος διάλεξε να τον λένε Δον Κιχώτη – και μπέρδεψε πια για καλά το αληθινό του όνομα τόσο, που κανείς δεν το θυμάται πια και όλοι έτσι τον ξέρουν όπως διάλεξε ο ίδιος να ονομάζεται. Μόνο το όνομα του χωριού του κράτησε απαράλλαχτο – και ας μην το είχε το κακόμοιρο σε μεγάλη εκτίμηση κι ας ήθελε να φύγει μακριά του. Έτσι έγιναν τα πράγματα και πήρε ο ιππότης το όνομα Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα.
Το τρίτο βήμα ήταν η αγάπη. Εκτός από όπλα και άλογα, οι ιππότες έχουν και μια αγαπημένη. Μια πεντάμορφη αρχόντισσα που είναι η δέσποινα των λογισμών τους και που για χάρη της σκοτώνουν δράκους και νικάνε γίγαντες. Τι σόι ιππότης θα τανε αν δεν είχε μια πεντάμορφη να την αγαπάει με έρωτα μεγάλο;
Ήξερε ο Δον Κιχώτης μια όμορφη βοσκοπούλα από το διπλανό χωριό. Δε γνωριζόντουσαν κι ούτε είχαν αλλάξει ποτέ κουβέντα μεταξύ τους. Αλλά αυτό δεν το εμπόδισε να τη βάλει βασίλισσα στην καρδιά του και να ξεκινήσει να κατακτήσει τον κόσμο για χάρη της. Μόνο που τις άλλαξε και αυτηνής το όνομα : την είπε Δουλτσινέα πριγκιπέσα του Τομπόζο. “Πριγκιπέσα Δουλτσινέα” για να είναι πιο αρχοντικό και να ταιριάζει με τη δόξα τη δική του. Και του “Τομπάζο” επειδή έτσι έλεγαν το χωριό της.
Σαν τελείωσε τις προετοιμασίες αυτές, ο Δον Κιχώτης δεν άντεχε πια να περιμένει στιγμή. Του φαινότανε πως και η παραμικρή αργοπορία του θα ήταν ζημιά για τον υπόλοιπο κόσμο που ανυπόμονα ήλπιζε στον ερχομό του. Γιατί ήταν αμέτρητες οι αδικίες που λογάριαζε να διορθώσει, απερίγραπτες οι δυστυχίες που ήθελε να ανακουφίσει, αφάνταστα τα εγκλήματα που έπρεπε να τιμωρήσει.
Α. Θέλετε να διηγηθείτε με λίγα λόγια σε έναν φίλο σας την ιστορία που διαβάσατε
Χρειάζεται δηλαδή να του πείτε
Β. Ο Δον Κιχώτης στη ζωγραφική
Ο Δον Κιχώτης ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους και πολλοί πίνακες έχουν ως θέμα τους τις περιπέτειές του.
Λίγα λόγια για το έργο : Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανιψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε.
Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσα Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.
Εδώ ακολουθεί ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου .
Σε ένα χωριό της Μάντσας που δε θέλω να θυμηθώ το όνομά του, ζούσε κάμποσα χρόνια, ένας ιδαλγός από εκείνους που έχουν πολεμικό κοντάρι στην οπλοθήκη τους, μια παλιά ασπίδα, ένα κοντό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί.
Το όνομά του ήταν Κιχάδα ή Κιχάνο. Η ηλικία του ζύγωνε τα πενήντα. Ήταν άνθρωπος με γερή κράση, ξερακιανός, μ' αδύνατο πρόσωπο, πολύ πρωινός και αγαπούσε με πάθος το κυνήγι. Η ζωή κυλούσε ήσυχα στο σπίτι του Δον Κιχάνο. Τα χωράφια τού άφηναν καλή σοδειά, το φαγητό δεν έλειπε από το τσουκάλι, το τζάκι του άναβε όλες τις κρύες μέρες του χειμώνα. Φιλίες είχε ο καλός αυτός άνθρωπος με τους γραμματισμένους του χωριού: το Θωμά τον παπά και το Νικόλα τον μπαρμπέρη. Γιατί από την αρχή πρέπει να το πούμε ότι τα γράμματα τα αγαπούσε πολύ ο ήρωας της ιστορίας μας.
Η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να διαβάζει με πάθος ιπποτικές ιστορίες. Τόσο γούστο και ευχαρίστηση έβρισκε σε αυτή την ασχολία που στο τέλος ούτε για κυνήγι πια πήγαινε και ούτε για το κτήμα του φρόντιζε. Η περιέργεια του και το πάθος του είχανε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε είχε πουλήσει πολλά στρέμματα από τα χωράφια του για να αγοράσει ιπποτικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο μάζεψε στο σπίτι του όσα περισσότερα μπορούσε από αυτά. Διάβαζε ιστορίες που μιλούσανε για δράκους και γίγαντες και νάνους μοχθηρούς, για κακούργους και βασιλιάδες και λεοντόκαρδους πρίγκιπες, για όμορφες κυράδες και ευγενικές αρχόντισσες, για στοιχειωμένους πύργους και για μάγισσες. Τις κρύες ατελείωτες νύχτες του χειμώνα τις περνούσε χωμένος στην πολυθρόνα του, παρέα με τα βιβλία του. Και όταν ερχόταν η άνοιξη στρωνόταν έξω, κάτω από τον ίσκιο της πορτοκαλιάς του και συνέχιζε το διάβασμα.
Και όλα όσα διάβαζε σιγά-σιγά στριμώχνονταν μέσα στο μυαλό του και τον μάγευαν: καβγάδες, τσακωμοί, μονομαχίες, πληγές, έρωτες και κατορθώματα απίστευτα, όλα χόρευαν μέσα στο κεφάλι του- κι έφτασε ο καημένος να πιστέψει ότι τα ιπποτικά του βιβλία έγραφαν την αλήθεια. Και στο τέλος έχασε πια τέλεια το νου του, έτσι που τονέ κυρίεψαν οι πιο αλλόκοτες ιδέες που πέρασαν ποτέ από το μυαλό του ανθρώπου. Του φάνηκε πως ήταν σωστό και ωφέλιμο, τόσο για να λάμψει η δόξα του, όσο και για το καλό του τόπου του, να γίνει πλανόδιος ιππότης. Να γυρίζει τον κόσμο με το άλογο του, να γυρεύει περιπέτειες, να διορθώνει αδικίες, να σώζει όμορφες κυράδες από κίνδυνους μεγάλους. Φανταζότανε, ο δύστυχος ονειροπόλος να στεφανώνεται η παλικαριά του με το κράτος τουλάχιστον της Τραπεζούντας.
Δίχως να χάσει λεπτό, ανέβηκε στη σοφίτα και εκεί, μέσα στις σκόνες και στα παραπεταμένα πράγματα, βρήκε την πανοπλία του παππού του. Ήταν παλιά, σκουριασμένη, ραγισμένη. Μα ο δον Κιχάνο την κατέβασε στην κάμαρά του, την καθάρισε, την έτριψε, την έκανε σαν καινούρια. Και περικεφαλαία αφού δεν κατάφερε να ξετρυπώσει μέσα στις παλιατζούρες της σοφίτας του, στρώθηκε και σκάρωσε μια τενεκεδένια, όμορφη και γερή σαν τις αληθινές. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα : τα όπλα.
Το δεύτερο ήταν τα ονόματα : το όνομα του αλόγου του και το όνομα το δικό του. Γιατί όλοι οι ιππότες έχουνε και ένα άλογο ατρόμητο και περήφανο- με ένα ατρόμητο και περήφανο όνομα- και έχουν και ένα όνομα δικό τους που δείχνει ευθύς αμέσως την παλικαριά τους. Τρία μερόνυχτα έστιβε το κεφάλι του ο δον Κιχάνο να βρει όνομα για το αλογάκι του και το βρήκε. Το είπε Ροσινάντε, που είναι το ωραιότερο που δόθηκε ποτέ σε άλογο, μολονότι το δύστυχο το ζώο ήταν πετσί και κόκκαλο και ίσα-ίσα που το βαστούσαν όρθιο τα πόδια του. Το δικό του όνομα του πήρε περισσότερο, για την ακρίβεια οχτώ μέρες. Στο τέλος διάλεξε να τον λένε Δον Κιχώτη – και μπέρδεψε πια για καλά το αληθινό του όνομα τόσο, που κανείς δεν το θυμάται πια και όλοι έτσι τον ξέρουν όπως διάλεξε ο ίδιος να ονομάζεται. Μόνο το όνομα του χωριού του κράτησε απαράλλαχτο – και ας μην το είχε το κακόμοιρο σε μεγάλη εκτίμηση κι ας ήθελε να φύγει μακριά του. Έτσι έγιναν τα πράγματα και πήρε ο ιππότης το όνομα Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα.
Το τρίτο βήμα ήταν η αγάπη. Εκτός από όπλα και άλογα, οι ιππότες έχουν και μια αγαπημένη. Μια πεντάμορφη αρχόντισσα που είναι η δέσποινα των λογισμών τους και που για χάρη της σκοτώνουν δράκους και νικάνε γίγαντες. Τι σόι ιππότης θα τανε αν δεν είχε μια πεντάμορφη να την αγαπάει με έρωτα μεγάλο;
Ήξερε ο Δον Κιχώτης μια όμορφη βοσκοπούλα από το διπλανό χωριό. Δε γνωριζόντουσαν κι ούτε είχαν αλλάξει ποτέ κουβέντα μεταξύ τους. Αλλά αυτό δεν το εμπόδισε να τη βάλει βασίλισσα στην καρδιά του και να ξεκινήσει να κατακτήσει τον κόσμο για χάρη της. Μόνο που τις άλλαξε και αυτηνής το όνομα : την είπε Δουλτσινέα πριγκιπέσα του Τομπόζο. “Πριγκιπέσα Δουλτσινέα” για να είναι πιο αρχοντικό και να ταιριάζει με τη δόξα τη δική του. Και του “Τομπάζο” επειδή έτσι έλεγαν το χωριό της.
Σαν τελείωσε τις προετοιμασίες αυτές, ο Δον Κιχώτης δεν άντεχε πια να περιμένει στιγμή. Του φαινότανε πως και η παραμικρή αργοπορία του θα ήταν ζημιά για τον υπόλοιπο κόσμο που ανυπόμονα ήλπιζε στον ερχομό του. Γιατί ήταν αμέτρητες οι αδικίες που λογάριαζε να διορθώσει, απερίγραπτες οι δυστυχίες που ήθελε να ανακουφίσει, αφάνταστα τα εγκλήματα που έπρεπε να τιμωρήσει.
Α. Θέλετε να διηγηθείτε με λίγα λόγια σε έναν φίλο σας την ιστορία που διαβάσατε
Χρειάζεται δηλαδή να του πείτε
- Ποιος είναι ο βασικός ήρωας της ιστορίας ;
- Πού και πότε συμβαίνει η ιστορία
- Ποια είναι η αγαπημένη ασχολία του ήρωά μας
- Τι του συνέβη εξαιτίας της αγαπημένης του ασχολίας ;
- Τι αποφάσισε να κάνει μετά;
Β. Ο Δον Κιχώτης στη ζωγραφική
Ο Δον Κιχώτης ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους και πολλοί πίνακες έχουν ως θέμα τους τις περιπέτειές του.
Ο Δον Κιχώτης του Πικάσο |
Δον Κιχώτης του Ντωμιέ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου