Ο νεαρός παπαγάλος Σαν Αλ Σουρ μετά από ένα δύσκολο κι επικίνδυνο ταξίδι
ξυπνάει στην όμορφη Ρεματιά, χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο του. Το
τροπικό δάσος, όπου μεγάλωσε, καταστράφηκε από τους ανθρώπους και τον
πόλεμο. Τώρα πια ο Σαν Αλ Σουρ επιθυμεί μια ήρεμη κι αρμονική ζωή με
τους κατοίκους της Ρεματιάς, κάτι που αρχικά δεν είναι καθόλου εύκολο,
καθώς οι περισσότεροι αντιδρούν στην παρουσία του. Στις δυσκολίες θα του
συμπαρασταθεί η καλόκαρδη και θαρραλέα δεκαοχτούρα, Κοκτώ Ντεκαοκτώ,
που θα πάρει αμέσως το μέρος του. Δυναμική και δίκαιη, εξίσου
περιθωριοποιημένη όμως από τους κατοίκους της Ρεματιάς, αποδιωγμένη και
ξένη στον ίδιο της τον τόπο, θα υπερασπιστεί τον παπαγάλο μέχρι το
τέλος.
Μια ιστορία για την προσφυγιά και το πρόβλημα του ρατσισμού .
Μια ιστορία για την προσφυγιά και το πρόβλημα του ρατσισμού .
ΜΙΑ
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΜΕΡΑ ξημέρωνε εκείνο το
πρωινό, λίγο πριν μπει το καλοκαίρι, στη
Ρεματιά κοντά στη μεγάλη πόλη. Ένας
νεαρός παπαγάλος κοιμότανε βαθιά δίπλα
σ’ ένα γεφυράκι, όπου είχε σταματήσει
αποκαμωμένος μες στη νύχτα, για να
ξεκουραστεί επιτέλους απ’ το μακρύ του
ταξίδι. Είχε κουρνιάσει στα κλαδιά ενός
γερμένου δέντρου, με λίγα κλαράκια και
φυλλαράκια πάνω του, που του τα ‘φερε
ως σκέπασμα το βραδινό αεράκι του βουνού.
Όμως, τον
ήρεμο ύπνο του διέκοψαν απειλητικά
κρωξίματα πουλιών. Δύο αρπαχτικά τον
εντόπισαν από ψηλά και με δυνατά
πλαταγίσματα των φτερών τους προσγειώθηκαν
μπροστά του. Ο Τσίφτης και το Ξεφτέρι!
Ο φόβος κι ο τρόμος της Ρεματιάς! Ο
παπαγάλος, ζαλισμένος ακόμη, μόνος κι
αδύναμος όπως φαινόταν, ήταν το ιδανικό
θύμα για μια πρωινή επίδειξη δύναμης.
«Ποιος
είσαι του λόγου σου;», ρώτησε ο Τσίφτης
επιθετικά.
«Είμαι ο
Σαν Αλ Σουρ κι έρχομαι από μακριά»,
ψέλλισε ο παπαγάλος.
«Ο ποιος;
Άκου να δεις, ξένε! Εδώ δεν μας αρέσουν
τύποι σαν εσένα. Πάρε δρόμο γρήγορα,
προτού νιώσεις την οργή μας!», είπε το
Ξεφτέρι και κινήθηκε απειλητικά προς
το μέρος του.
Ο παπαγάλος
σάστισε, όμως για καλή του τύχη, την
κρίσιμη εκείνη ώρα, έτυχε να πετάει εκεί
κοντά μια μικρή δεκαοχτούρα. Η Κοκτώ
Ντεκαοκτώ! Μόνιμη κάτοικος της Ρεματιάς,
που ξεμύτιζε για μια σύντομη εναέρια
βόλτα στη μεγάλη πόλη, κάθε φορά που
ένιωθε ότι δεν τη χωρούσε ο τόπος της.
Μόλις είδε το περιστατικό, χωρίς δεύτερη
σκέψη, έπεσε σαν κεραυνός μπροστά στους
νταήδες. «Εξαφανιστείτε από μπροστά
μου, ψευτόμαγκες! Τα βάλατε με τον
αδύναμο, αλλά οι φοβέρες σας δεν θα
περάσουν!», τους φώναξε με πυγμή. Το
Ξεφτέρι εξοργίστηκε. «Μάζεψε τη γλώσσα
σου, γιατί σε βλέπω σύντομα να γίνεσαι
ο μεσημεριανός μου μεζές!», την απείλησε.
Έγινε μεγάλη
φασαρία! Η Κοκτώ χτυπούσε με δύναμη τα
φτερά της, προσπαθώντας να τους διώξει
μακριά. Ο παπαγάλος παρακολουθούσε
φοβισμένος κι ανίκανος να αντιδράσει.
Καθώς τα
δύο αρπαχτικά περικύκλωναν την Κοκτώ,
εμφανίστηκε η δικαστής Κουκουβάγια με
τον εισαγγελέα Γκιώνη και την αστυνόμο
Τυτώ. «Τι συμβαίνει εδώ; Σταματήστε
επιτέλους! Και κυρίως εσύ, Κοκτώ! Έχεις
αναστατώσει όλη τη Ρεματιά», είπε με
ύφος αυστηρό.
Η Κοκτώ δεν
άντεξε την αδικία. «Μα καλά, δεν βλέπεις
ποιοι προκαλούν φασαρίες κι αναστατώνουν
διαρκώς τη Ρεματιά; Ή μήπως κάνεις
επίτηδες τα μάτια τα στραβά;»,
διαμαρτυρήθηκε. «Σιωπή, αναιδεστάτη!»,
φώναξε ο Γκιώνης. «Κοκτώ, είσαι προκλητική!
Αν συνεχίσεις, θα σε συλλάβω για εξύβριση
κατά της αρχής», συμπλήρωσε η Τυτώ.
Τώρα ήταν
η σειρά του Σαν Αλ Σουρ να υπερασπιστεί
την Κοκτώ. Μάζεψε όλο το θάρρος και το
κουράγιο που του ‘χε απομείνει κι είπε
με σταθερή φωνή: «Μια στιγμή! Η δεκαοχτούρα
προσπάθησε απλώς να με προστατεύσει.
Δεν φταίει εκείνη για τη φασαρία που
έγινε!».
Η Κουκουβάγια,
ο Γκιώνης κι η Τυτώ δεν τον είχαν προσέξει
μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τώρα, τον κοιτούσαν
μ’ έκπληξη κι αποστροφή. Ήξεραν ότι
υπήρχαν παπαγάλοι, μα αυτοί ζούσαν πολύ
μακριά, σε δάση τροπικά. Πίστευαν ότι
δεν υπήρχε ποτέ καμία περίπτωση να
βρεθεί παπαγάλος στη μικρή τους Ρεματιά.
«Κι εσύ
ποιος είσαι; Μα, είσαι ένας παπαγάλος!
Τι δουλειά έχει εδώ ένας παπαγάλος;
Τυτώ, σημείωσε τα στοιχεία του ξένου!
Γκιώνη, ξεκίνα αμέσως την ανάκριση!»,
είπε φουρκισμένα η Κουκουβάγια. «Μάλιστα
Αξιότιμη!», απάντησε ο εισαγγελέας και
στράφηκε προς τον παπαγάλο.
– Όνομα;
– Σαν Αλ
Σουρ.
– Τόπος
καταγωγής;
– Τροπικό
δάσος.
– Πού είναι
αυτό;
– Χιλιάδες
μίλια μακριά.
– Ο σκοπός
του ταξιδιού σου;
– Τι
εννοείτε;
– Γιατί
βρίσκεσαι εδώ, ξένε;
– Το δάσος
μου καταστράφηκε. Το έκαψαν οι άνθρωποι,
για να εκμεταλλευτούν τη γη. Κι έπειτα
ήρθε ο πόλεμος! Ερήμωση και δυστυχία!
Τελικά, από όλη μου την οικογένεια μόνο
εγώ κατάφερα να φύγω.
Ο Γκιώνης
τον διέκοψε απότομα. «Προσπαθείς να μας
συγκινήσεις μ’ αυτούς τους μελοδραματισμούς
και να μας κάνεις να σε λυπηθούμε, ξένε;
Αυτά που λες δεν μας αφορούν. Είναι
μακρινά και περιττά. Πες μας, για να
τελειώνουμε, ποιο είναι το αίτημά σου».
Ο παπαγάλος
σήκωσε το κεφάλι κι είπε με αποφασιστικότητα:
«Ταξιδεύω πολύ καιρό τώρα. Είμαι
κουρασμένος κι η ζωή μου κινδύνευσε
πολλές φορές. Η Ρεματιά σας μου φαίνεται
ασφαλής. Θα ήθελα να ζήσω μαζί σας και
να ξαναρχίσω τη ζωή μου εδώ».
«Τι θράσος!
Για να ζήσεις μαζί μας, πρέπει να μπορείς
να προσφέρεις κάτι στην κοινότητά μας.
Κι αυτό το βλέπω κομματάκι δύσκολο! Δεν
είμαι τόσο σίγουρη ότι ένας παπαγάλος
μπορεί να προσφέρει κάτι σημαντικό!»,
τον χλεύασε η Κουκουβάγια. «Λοιπόν; Τι
ξέρεις να κάνεις; Πώς μπορείς να φανείς
χρήσιμος στην κοινότητα της Ρεματιάς;».
«Έχω
σπουδάσει διερμηνέας. Μιλάω αρκετές
ξένες γλώσσες. Μπορώ να σας βοηθήσω στην
επικοινωνία σας με τον έξω κόσμο»,
αποκρίθηκε ο παπαγάλος. Ό,τι και να έλεγε
όμως, όσο και να προσπαθούσε να πείσει
την Κουκουβάγια για τις ικανότητες και
τις καλές του προθέσεις, εκείνη του
απαντούσε κάθε φορά μ’ ένα πικρόχολο
σχόλιο.
«Διερμηνέας;
Δεν ήξερα ότι στις ζούγκλες σας έχετε
και πανεπιστήμια! Τέλος πάντων! Είσαι
ελεύθερος με περιοριστικούς όρους,
μέχρι να δούμε τι θα γίνει με το αίτημά
σου. Τυτώ, οδήγησέ τον μακριά απ’ την
κοινότητα, στον πιο ψηλό ευκάλυπτό μας»,
είπε με όλη την υπεροψία της εξουσίας
της. Η Τυτώ έτρεξε αμέσως να εκτελέσει
τη διαταγή!
Η Κοκτώ,
βλέποντας να εξορίζουν όπως-όπως τον
ανήμπορο παπαγάλο, θύμωσε πολύ. Ήταν
σίγουρη ότι κι άλλοι κάτοικοι της
Ρεματιάς είχαν αντιληφθεί το περιστατικό,
αλλά κανείς δεν θέλησε να ανακατευτεί.
Πάντα την πλήγωνε η αδιαφορία τους, η
άκαρδη στάση τους κι η άπονη συμπεριφορά
τους. Άλλωστε, έτσι συμπεριφέρονταν και
σ’ εκείνη. Όσο θυμόταν τον εαυτό της
και τη ζωή της στη Ρεματιά, οι περισσότεροι
συμπολίτες της δεν την αποδέχονταν. Τη
θεωρούσαν παράξενη κι αυθάδη! Αυτό όμως
δεν ήταν αλήθεια! Απλώς, η Κοκτώ είχε
μια άποψη για όλα, συνήθως διαφορετική
απ’ τους υπόλοιπους, και την υπερασπιζόταν
πάντοτε με πάθος. Το μόνο που ήθελε ήταν
να προσπαθεί, για να γίνεται ο κόσμος
όλο και καλύτερος. Γι’ αυτό συμπόνεσε
τον Σαν Αλ Σουρ, αυτόν τον κατατρεγμένο
ξένο! Επειδή το ίδιο ξένη ένιωθε κι αυτή,
κι ας μην είχε έρθει από μακριά όπως
εκείνος. Έτσι, πέταξε γρήγορα προς την
αντίθετη κατεύθυνση, έχοντας αποφασίσει
ότι σύντομα θα εγκατέλειπε τη Ρεματιά
μια για πάντα.
Της Χρύσας Καραμήτρου, ΣΑΝ ΑΛ ΣΟΥΡ ΚΑΙ ΚΟΚΤΩ. εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες .
α. Ποιος είναι ο Σαν Αλ Σουρ ; Πώς βρέθηκε στη Ρεματιά ;
β. Πώς συμπεριφέρονται τον Σαν Αλ Σουρ τα υπόλοιπα πουλιά και γιατί ;
γ. Ποια είναι η Κοκτώ ; Τι στάση κρατάει απέναντι στον Σαν Αλ Σουρ ;
δ. Το απόσπασμα από το παραπάνω παραμύθι σας θυμίζει κάτι από τη σημερινή πραγματικότητα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου