Ο Γιάννης Ρίτσος (1909- 1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες.
Για διαβάστε το απόσπασμα από ένα ποίημά του γραμμένο για παιδιά (Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού) :
"Χτες και προχτές όλη νύχτα πασκίζαμε να μετρήσουμε τα άστρα
Και τα άστρα είναι τόσα όσα και η καρδιά μας και η καρδιά μας
πιο μεγάλη από τα άστρα .
Χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά . Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών και τα τζιζίκια τραγουδούσαν κάτω από το προσκεφάλι τους, ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα
και το ξεχνούσαν με τον ήλιο" .
Δείτε τον Γιάννη Ρίτσο να μιλάει για το σχολείο του, τις αταξίες που έκανε ως παιδί και τις απαγορεύσεις και τιμωρίες που βίωσε.
Για διαβάστε το απόσπασμα από ένα ποίημά του γραμμένο για παιδιά (Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού) :
"Χτες και προχτές όλη νύχτα πασκίζαμε να μετρήσουμε τα άστρα
Και τα άστρα είναι τόσα όσα και η καρδιά μας και η καρδιά μας
πιο μεγάλη από τα άστρα .
Χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά . Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών και τα τζιζίκια τραγουδούσαν κάτω από το προσκεφάλι τους, ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα
και το ξεχνούσαν με τον ήλιο" .
Δείτε τον Γιάννη Ρίτσο να μιλάει για το σχολείο του, τις αταξίες που έκανε ως παιδί και τις απαγορεύσεις και τιμωρίες που βίωσε.
«Εμείς μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»
«Εμείς μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»
«Εμείς μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου