Δημοσιεύουμε μερικές δουλειές των παιδιών.
Για να διαβάσετε την ιστορία πρέπει να κάνετε δύο πράγματα:
Για να διαβάσετε την ιστορία πρέπει να κάνετε δύο πράγματα:
-
Ξεχάστε ό,τι γνωρίζατε για τα παραμύθια.
-
Χαλαρώστε σε έναν καναπέ και βυθιστείτε στον κόσμο των παραμυθιών.
Απολαύστε την
ιστορία!
του Spider Than
Είμαι σίγουρος
ότι έχετε ακουστά την ιστορία: Τα
Τρία Μικρά Γουρουνάκια και
τη διασκευή του Ευγένιου Τριβιζά με τα
3 μικρά λυκάκια. Λοιπόν, αυτά τα λυκάκια
έχουν κι άλλα 7 αδερφάκια που ζούσαν με
τη μητέρα τους σε ένα σπίτι στο δάσος.
Το 1ο
λυκάκι, ο Τζίμης, ήταν καπεταν φασαρίας.
Όποτε έβλεπε σπίρτα είχε την τάση να
ανάβει φωτιές σε κλαδιά που ήταν διάσπαρτα
στην αυλή και αν υπήρχαν και πυροτεχνήματα
εκεί κοντά… Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
Ηθικό δίδαγμα: Κάθε 4 Ιουλίου μακριά ο
Τζίμης από τα πυροτεχνήματα1.
Το 2ο
λυκάκι, ο Τζόνι, ήταν μαμάκιας. Για την
ακρίβεια, ήταν τόσο μαμάκιας που έκλεγε
όταν η μαμά Λύκαινα τον άφηνε απ’ την
αγκαλιά της. Στο 3ο
λυκάκι, τον Πωλ, άρεσε να γράφει τραγούδια
με τον δίδυμο αδερφό του, τον Λέννον και
να τα παίζουν στην μπάντα που έφτιαξαν
με τα άλλα αδέρφια τους, τον Τζωρτζ και
τον Ρίνγκο. Ο Ρίνγκο έπαιζε ντραμς, ενώ
ο Τζωρτζ κιθάρα και είχαν ονομάσει το
συγκρότημά τους “The
Wolves”.
Ο Σλας πάλι, ο ροκάς της οικογένειας,
ήθελε να παίξει κι αυτός στο συγκρότημα,
αλλά δεν τον άφηναν τα αδέλφια του και
τελικά κατέληξε να παίζει μουσική στους
“Dance
with
Roses”,
ένα χαζό συγκρότημα που έπαιζε κάτι
χαζά μεξικάνικα τραγούδια. Παρόλο που
ήταν όλοι διαφορετικοί, είχαν ένα κοινό:
λάτρευαν το ποδόσφαιρο.
Έτσι, μια μέρα, που
τα λυκάκια έπαιζαν
μπάλα, όταν
ο Τζίμης πήγε να σουτάρει, χτύπησε την
μπάλα τόσο δυνατά, που εκτοξεύτηκε
μακριά και τελικά προσγειώθηκε στο
κεφάλι μιας μπαλαρίνας,
έκανε γκελ και ξανάφυγε μακριά, έπεσε
στο κεφάλι του Πωλ την ώρα που έγραφε
μια μπαλάντα,
εκτοξεύτηκε κι έπεσε πάνω σε έναν ασβό
που έπαιζε χαρτιά και εκείνη την στιγμή
κρατούσε την κάρτα μπαλαντέρ,
αναπήδησε κι έφυγε με αστραπιαία ταχύτητα
προς την μπαλκονόπορτα
του σπιτιού των λύκων σπάζοντάς την και
πέφτοντας στο πρόσωπο της μαμάς Λύκαινας
στέλνοντάς την κατευθείαν στο δόξα
πατρί!
Ευτυχώς, δεν είχε
χτυπήσει πολύ άσχημα.
Μετά από λίγο,
έφτασε το ασθενοφόρο που είχε καλέσει
ο Ρίνγκο και μετέφερε την μαμά Λύκαινα
στο νοσοκομείο, αλλά λίγο πριν φύγει το
ασθενοφόρο η μαμά Λύκαινα φώναξε στα
λυκάκια: «Παιδιά, μην ανοίξετε σε κανέναν
την πόρτα!».
«Εντάξει, μαμά!»
φώναξαν όλα με μια φωνή παρόλο που η
μητέρα τους δεν τους άκουγε. Μετά, έτρεξαν
όλα στο σπίτι για να παίξουν PlayStation
4.
Ξαφνικά, ακούστηκε
ένας χτύπος στην πόρτα. Ήταν ο Ντράγκο
ο τράγος. Ήταν ο πιο ύπουλος τράγος. Είχε
μάθει για τον τραυματισμό της μαμάς
Λύκαινας και ήθελε να πάει στο σπίτι
των λύκων για να κάνει γενικό “καθαρισμό”.
Οι λύκοι έτρωγαν τα πρόβατα και τα
κατσίκια κι εκείνος είχε αποστολή να
εξολοθρεύσει την επόμενη γενιά λύκων,
ώστε τα πρόβατα και τα κατσίκια να
ηρεμήσουν επιτέλους.
Ο Λέννον ρώτησε:
«Ποιος είναι;»
Και η απάντηση
ήρθε αμέσως από την πιο γλυκιά φωνή του
Ντράγκο: «Είμαι η μαμάκα σας»
Παρόλο που ο Ντράγκο
μίλησε με την πιο γλυκιά του φωνή, τα
λυκάκια κατάλαβαν ότι τους εξαπατούσε,
επειδή υπάρχει αρκετά μεγάλη διαφορά
μεταξύ της γυναικείας και της ανδρικής
φωνής, όσο γλυκά κι αν μιλούσε ο άνδρας.
Έτσι, του απάντησαν:
«Πρώτον, η μητέρα μας είναι στο νοσοκομείο
και δεύτερον, δεν μιλάει έτσι»
Ο Ντράγκο θύμωσε,
αλλά δεν το έβαλε κάτω. Πήγε να φάει μέλι
κατευθείαν από την κυψέλη για να γίνει
πιο γλυκιά η φωνή του και το πιστεύετε
ή όχι έπιασε! Όμως, πριν προλάβει ο Τζίμης
να ανοίξει την πόρτα στον τράγο, ο Σλας
είδε την άσπρη οπλή στο παράθυρο δίπλα
απ’ την πόρτα και κατάλαβαν όλοι ότι
τους εξαπατούσε πάλι.
Θύμωσε ακόμη
περισσότερο και έτρεξε αμέσως να βρει
κάρβουνο για να μαυρίσει τις οπλές του,
όμως, τα λυκάκια κατάλαβαν την απάτη.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πόδι
ενός λύκου κι ενός τράγου.
Τώρα πια, πήγαινε
να σκάσει απ’ το κακό του. Είχε σκοπό
να μπει στο σπίτι χωρίς πολλά-πολλά,
αλλά τα λυκάκια δεν του έδιναν άλλη
επιλογή. Χτύπησε με τα κέρατά του την
πόρτα τόσο δυνατά την έκανε χίλια
κομμάτια! Στο σπίτι επικράτησε χαμός.
Τα λυκάκια έτρεχαν εδώ κι εκεί φοβισμένα
κι ο Ντράγκο από πίσω.
Τελικά, τα έπιασε
όλα και τα πήρε σπίτι του ή τουλάχιστον
νόμιζε ότι τα έπιασε όλα. Ο Τζίμης είχε
κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι του και δεν
τον είδε ο Ντράγκο. Μετά από λίγο έφτασε
η μαμά Λύκαινα στο σπίτι με έναν επίδεσμο
στο μέτωπο. Απ’ ότι φάνηκε, δεν είχε
κάτι σοβαρό. Ο Τζίμης βγήκε απ’ την
κρυψώνα του και της εξήγησε τι είχε
συμβεί. Η μαμά Λύκαινα, όμως, δεν ανησύχησε,
γιατί ήξερε ότι το σπίτι του Ντράγκο
ήταν πολύ μακριά από εδώ κι ότι δεν θα
‘χει φτάσει ακόμα, ειδικά αν πρέπει να
κουβαλήσει 6 λυκάκια.
-Θα φτάσουμε πρώτοι
στο σπίτι του και… άρχισε να εξηγεί η
μαμά Λύκαινα, αλλά την διέκοψε ο Τζίμης.
-Έχει ήδη ξεκινήσει.
Αφού είναι τόσο μακριά όσο λες πώς θα
φτάσουμε πριν από εκείνον; Ρώτησε.
-Οι λύκοι είναι
πιο γρήγοροι απ’ τους τράγους, ειδικά
αν ο τράγος κουβαλάει και φορτίο. Θα
φτάσουμε πρώτοι και… θα χρειαστούμε
τα βεγγαλικά σου! Απάντησε η μαμά λύκαινα
με ένα σατανικό χαμόγελο ζωγραφισμένο
στα χείλη.
Όντως! Πριν καν ο
Ντράγκο φτάσει στα μισά της διαδρομής,
ο Τζίμης και η μαμά Λύκαινα είχαν φτάσει
στο σπίτι του. Όμως, επειδή η πόρτα ήταν
κλειδωμένη έπρεπε με τα νύχια τους να
παραβιάσουν την κλειδαριά. Τελικά,
μπήκαν στο σπίτι και έβαλαν κάτω απ ‘τη
πολυθρόνα… τρία βεγγαλικά! Ύστερα,
κρύφτηκαν και περίμεναν να γυρίσει ο
τράγος.
Μόλις ο Ντράγκο
γύρισε στο σπίτι του, κλείδωσε στο
υπόγειο τα 6 λυκάκια, ώστε να τα κανονίσει
αργότερα και πήγε να χαλαρώσει στην
πολυθρόνα του, ευχαριστημένος από το
κατόρθωμά του. Όμως, αυτή η πράξη του
γύρισε μπούμερανγκ, γιατί οι δύο κρυμμένοι
λύκοι βγήκαν απ’ τη κρυψώνα τους και
έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του στην
πολυθρόνα. Η επόμενη φάση του σχεδίου
τους, ήταν να ανατινάξουν την πολυθρόνα
με τα βεγγαλικά! Άναψαν με τα σπίρτα το
φιτίλι και η πολυθρόνα άρχιζε να βγάζει
φωτιές από το κάτω μέρος της. Σιγά-σιγά
ανυψώθηκε, με τον Ντράγκο πάνω της,
έσπασε τη σκεπή και συνέχισε να ανεβαίνει
μέχρι που κάποια στιγμή την έχασαν απ’
τα μάτια τους. Μετά όμως είδαν τον Ντράγκο
τον τράγο να πέφτει αργά προς το έδαφος
κρατώντας μια ομπρέλα που την χρησιμοποιούσε
ως αλεξίπτωτο. Μην με ρωτήσετε, όμως,
πού και πώς τη βρήκε, γιατί ούτε εγώ
ξέρω.
Έτσι, οι δύο λύκοι
ελευθέρωσαν τους υπόλοιπους και έζησαν
αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
1
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αμερική.
Στης 4 Ιουλίου είναι η εθνική τους γιορτή
και τείνουν να πετάνε πυροτεχνήματα
εκείνη τη μέρα.
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν τρία μικρά λυκάκια. Μια μέρα η μαμά τους είπε πως τώρα πια μεγάλωσαν και θα έπρεπε να φτιάξουν το δικό τους σπίτι. Τότε τα λυκάκια πήγαν μέσα στο δάσος για να φτιάξουν τα φτιάξουν τα σπίτια τους. Η μαμά τους τους είπε να προσέχουν τος νταήδες του δάσους που κορόιδευαν τα πάντα. Το πρώτο λυκάκι έχτισε το σπίτι του με άχυρο. Το δεύτερο λυκάκι έχτισε το σπίτι του με ξύλο και το τρίτο λυκάκι και το πιο έξυπνο έχτισε ένα σπίτι από τούβλο. Μία μέρα περνούσαν από το σπίτι του πρώτου, φύσηξαν μαζί και έπεσε.Τότε το λυκάκι έτρεξε για βοήθεια στο δεύτερο λυκάκι. Φυσικά το δέχτηκε και τον άφησε να μείνει στο σπίτι του. Μετά από δύο εβδομάδες οι νταήδες πέρασαν μπροστά από το σπίτι του δεύτερου.Τότε φύσηξαν μαζί και έριξαν το σπίτι.Τότε τα δύο λυκάκια μην έχοντας πού να μείνουν πήγαν στο τρίτο για να μείνουν. Μετά από δύο μήνες οι νταήδες πέρασαν μπροστά από το σπίτι. Το φύσηξαν μα δεν έπεσε. Τότε τα άλλα δύο έχτισαν και αυτά σπίτι από τούβλα.
Τα τρία μικρά λυκάκια
του Γιάννη Κ.
Ο
Λούκυ Λουκ και οι Ντάλτον
του Οδυσσέα Τ.
Μια
φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας ληστής,
ο πιο πονηρός, ο πιο κακός και ο πιο
αδίστακτος ληστής όλων των εποχών.
Το
όνομά του ήταν Λούκυ Λουκ.
Όμως
υπήρχαν και αυτοί που έσωζαν τους
ανθρώπους από αυτόν τον ληστή, οι
λεγόμενοι ΝΤΑΛΤΟΝΣ, που όλοι τους
ευγνωμονούσαν, που ήταν οι σωτήρες του
τόπου εκείνου.
Μια
μέρα ο Λούκυ Λουκ ξεκίνησε για τη BIG
BANK,
την μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου.
Μπήκε
μέσα και τη λήστεψε. Μα καθώς έβγαινε
με τα χρήματα, ΝΑ οι σωτήρες μας οι
Ντάλτονς.
-
Λούκυ Λουκ, τα χέρια ψηλά και μην κουνηθείς ρούπι!
-
Για κοίτα ποιοι ήρθαν, λέει ο Λούκυ Λουκ και πετάει το όπλο.
-
Είπα μην κουνηθείς γιατί θα σε κλείσω μέχρι να πας στα θυμαράκια.
Τότε
ο Λουκυ Λουκ είπε με θλίψη:
-
Και αν πάω, τι έγινε; Αφού δεν έχω οικογένεια και έτσι που είμαι σαν φυλακή είναι.
Οι
Ντάλτονς στεναχωρήθηκαν γι αυτόν και
του είπαν:
-
Συγνώμη, δεν το ξέραμε αλλά τώρα που το ξέρουμε σου έχουμε μία πρόταση. Θέλεις να παρατήσεις το έγκλημα και να ζήσεις μαζί μας;
Ο
Λούκυ Λουκ συμφώνησε και πήγε μαζί τους.
Έτσι
έζησαν αυτοί καλά κι εμείς………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου