Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Ικμπάλ του Φραντσέσκο Ντ’ Αντάμο



Το βιβλίο αναφέρεται στην πραγματική ιστορία του Ικμπάλ, του δωδεκάχρονου παιδιού από το Πακιστάν που έγινε, για όλο τον κόσμο, σύμβολο του αγώνα, κατά της εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας. Η οικογένεια του τον παραχώρησε σε ένα ταπητουργείο, σε αντάλλαγμα ενός δανείου. Υποχρεωμένος να δουλεύει στο εργαστήριο χαλιών από το πρωί μέχρι το βράδυ, θα βρει τη δύναμη να επαναστατήσει, να καταγγείλει τους εκμεταλλευτές του και να οδηγήσει στη σύλληψη του αφεντικού του, συμβάλλοντας στην απελευθέρωση εκατοντάδων άλλων παιδιών.

Στο απόσπασμα που θα διαβάσουμε, η Φατιμά, φίλη του Ικμπάλ, περιγράφει τις συνθήκες των παιδιών που εργάζονται λίγο πριν τον ερχομό του Ικμπάλ. Η Φατίμα πουλήθηκε (όπως και ο Ικμπάλ) στον απάνθρωπο Χουσεΐν Χαν για τρία χρόνια, με σκοπό να ξεπληρώσει το χρέος του πατέρα της. Όταν ξεκινάει η ιστορία, η Φατίμα έχει ήδη ξεχάσει πώς ήταν η ζωή της πριν από το εργαστήριο. Οι ατελείωτες ώρες δουλειές, το λιγοστό φαγητό, το ξύλο, η τρομοκρατία και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης της έχουν γίνει πια συνήθεια και δε διαμαρτύρεται.



" Το εργαστήριο των χαλιών βρισκόταν κάτω από τις λαμαρίνες. Έκανε ζέστη το καλοκαίρι και κρύο το χειμώνα . Η δουλειά άρχιζε μισή ώρα πριν την ανατολή του ήλιου, όταν η γυναίκα του αφεντικού κατέβαινε με τη ρόμπα και τις παντόφλες διέχιζε την αυλή, κάτω από το αβέβαιο φως της νύχτας που έφευγε, για να μας φέρει ένα στρογγυλό ψωμί, το τσαπάτι και λίγο νταχί ή χυλό από φακές. Τρώγαμε λαίμαργα βουτώντας το ψωμί στο μεγάλο κύπελλο, ένα για όλους , ακουμπισμένο στο χώμα και στο μεταξύ μιλούσαμε σιγά- σιγά και έλεγε ο ένας στον άλλο τα όνειρα που είχαμε δει τη νύχτα.

Εγώ δεν ονειρευόμουν εδώ και μήνες, και πολλοί από εμάς δεν ονειρεύονταν, αλλά φοβούνταν να το εξομολογηθούν. Το πρωί νιώθαμε όλοι τόσο μόνοι. Και τότε πλάθαμε με τη φαντασία μας τα όνειρα και ήταν πάντα όμορφα, γεμάτα φως και χρώματα και αναμνήσεις από τα σπίτια μας - για όποιον είχε σπίτι ακόμη. Κάναμε αγώνες για το ποιος θα έφτιαχνε το πιο φανταστικό όνειρο, μιλώντας γρήγορα με γεμάτο στόμα, μέχρι που η αφεντικίνα μας έλεγε :
- Φτάνει τώρα! Φτάνει! και τότε μπορούσαμε να πάμε στην τούρκικη τουαλέτα, κρυμμένη στο βάθος του δωματίου, πίσω από ένα λερό ύφασμα, ένας, ένας. Πρώτοι πήγαιναν αυτοί που είχαν κοιμηθεί αλυσοδεμένοι από τον αστράγαλο στο τελάρο, οι "ξεροκέφαλοι" όπως τους φώναζε το αφεντικό, αυτοί που δούλευαν λίγο και άσχημα, που μπέρδευαν τις χρωματιστές κλωστές του υφαδιού που έκαναν κάποιο λάθος στο σχέδιο του χαλιού (που ήταν και το πιο σοβαρό) ή που κλαψούριζαν από τον πόνο που ένιωθαν στα γεμάτα φουσκάλες δάχτυλα.


Εμείς, που δεν ήμαστε αλυσοδεμένοι τους λυπόμασταν τους "ξεροκέφαλους" . Τους κοροϊδεύουμε και λιγάκι. Συνήθως ήταν οι καινούριοι, αυτοί που είχαν έρθει πριν λίγο καιρό, που δεν είχαν καταλάβει ότι ο μοναδικός τρόπος να ελευθερωθούμε ήταν να δουλεύουμε πολύ, όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να σβήσουμε τα σημάδια της κιμωλίας πάνω στον πίνακα, ένα κάθε φορά, μέχρι που δεν θα έμενε κανένα και επομένως θα γυρίζαμε στο σπίτι μας.
Και εγώ, όπως όλοι είχα το δικό μου πίνακα πάνω από τον αργαλειό.
Την ημέρα που έφτασα - πολλά χρόνια πριν- Ο Χουσεϊν Χαν πήρε ένα καθαρό πίνακα, χάραξε πάνω κάτι σημάδια και μου είπε :
-Αυτό είναι το όνομά σου .
-Μάλιστα κύριε.
-Αυτός είναι ο πίνακάς σου. Κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει. Μόνον εγώ. Κατάλαβες;
-Μάλιστα κύριε .
Μετά χάραξε και άλλα πολλά σημάδια, το ένα κοντά στο άλλο, ίσια, όπως οι τρίχες της ράχης ενός φοβισμένου σκύλου .
- Όταν όλα τα σημάδια θα σβήσουν, όταν θα δεις αυτό τον πίνακα τελείως άδειο, τότε θα είσαι ελεύθερη και θα μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου.
Δεν είδα αυτόν τον πίνακα άδειο αλλά ούτε και τους πίνακες των υπολοίπων.

1 σχόλιο: